ἄλγυνσις

ἄλγυνσις
ἄλγ-υνσις, εως, ,
A causing of pain, Phlp.in de An. 17.33; δι' ἀλγύνσεως, opp. δι' ἡδύνσεως, Olymp. in Grg.p.531 J.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άλγυνσις — ἄλγυνσις ( εως), η (Α) [ἀλγύνω] πρόκληση άλγους, λύπης …   Dictionary of Greek

  • ἀλγύνσεις — ἄλγυνσις causing of pain fem nom/voc pl (attic epic) ἄλγυνσις causing of pain fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] …   Dictionary of Greek

  • ἀλγύνσεως — ἀλγύνσεω̆ς , ἄλγυνσις causing of pain fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”